-
1 φιλόμουσος
φῐλόμουσ-ος, ον,A loving music or the Muses, δελφῖνες Arionl.8, cf. Theoc.14.61: generally, loving music and the arts, accomplished, Pl.Phdr. 259b, R. 548e, X.Cyr.5.1.1;μουσικοὶ καὶ φ. Phld.Mus.p.62
K., etc.;λόγοι φ. Ar.Nu. 358
(anap.): τὸ φ., = φιλομουσία, Plu.2.984b, etc.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλόμουσος
-
2 φιλ-ήκοος
φιλ-ήκοος, das Zuhören liebend, gern anhörend, aufmerksam; Plat. Euthyd. 274 c; καὶ φιλόμουσος Rep. VIII, 548 e; Pol. 4, 40, 1 u. oft, vgl. bes. 7, 7,8; Luc. Somn. 5.
-
3 φιλήκοος
A fond of hearing conversation, discourses, etc.,φ. καὶ ζητητικός Pl.R. 535d
; φιλόμουσος καὶ φ. ib. 548e; οἵ τε φιλοθεάμονες οἵ τε φ. ib. 475d;ἀνὴρ φ. καὶ ἱστορικός Plu.Alc.10
:—τὸ φ., = φιληκοΐα, Id.2.704e: but also, fond of hearing for mere pastime, opp. οἱ φιλομαθοῦντες, Plb.7.7.8. Adv.-ως, ἔχειν Hld.5.16
, Aristid.2.230 J., Chor.6.34 p.95 F.-R.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > φιλήκοος
См. также в других словарях:
Φιλόμουσος Εταιρεία — Ελληνική εκπολιτιστική οργάνωση των αρχών του 19ου αι. Ιδρύθηκε στην Αθήνα το 1813 με την ενθάρρυνση κυρίως Άγγλων λογίων και αρχαιολατρών. Η δημιουργία οργανώσεων του τύπου της Φιλομούσου Εταιρείας ανήκει στο πλαίσιο των προσπαθειών των Ελλήνων… … Dictionary of Greek
φιλόμουσος — η, ο / φιλόμουσος, ον, ΝΑ αυτός που αγαπά τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική, φιλότεχνος νεοελλ. (κατ επέκτ.) φιλομαθής αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ φιλόμουσον η φιλομουσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + μουσος (< μοῦσα*), πρβλ. ποικιλό μουσος] … Dictionary of Greek
φιλόμουσος — η, ο 1. ο φίλος των Μουσών, αυτός που αγαπάει τις καλές τέχνες και μάλιστα τη μουσική: Οι φιλόμουσοι πηγαίνουν συχνά στις συναυλίες. 2. φιλομαθής, αυτός που αγαπάει τη μόρφωση, ο μορφωμένος: Έχει πολλά βιβλία στη βιβλιοθήκη του είναι φιλόμουσος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Κωνσταντίνος — I Όνομα δύο βασιλιάδων της νεότερης Ελλάδας. 1. Κ. Α’ (Κωνσταντίνος Γκλίξμπουργκ, Αθήνα 1868 – Παλέρμο, Σικελία 1923). Βασιλιάς των Ελλήνων (1913 17, 1920 22). Ήταν πρωτότοκος γιος του βασιλιά Γεωργίου Α’ και της βασίλισσας Όλγας. Έπειτα από… … Dictionary of Greek
Ιγγλέσης — Επώνυμο οικογένειας αγωνιστών του 1821 και λογίων από την Κεφαλονιά. Κατά την παράδοση, γενάρχης της οικογένειας υπήρξε ο Άγγλος ευπατρίδης Γουλιέλμος ντε Μπράουν, που ναυάγησε το 1490 στην Παλική και από τότε εγκαταστάθηκε στο νησί. 1. Αντώνιος… … Dictionary of Greek
Μικίψας — (2ος αι. π.Χ.). Βασιλιάς της Νουμιδίας, ένας από τους 54 γιους του επίσης βασιλιά της Νουμιδίας Μασανάση. Μετά τον θάνατο του πατέρα του (143 π.Χ.), μοιράστηκε με τους αδελφούς του το πατρικό βασίλειο. Στο μερίδιό του πήρε και τους θησαυρούς του… … Dictionary of Greek
Φιλική Εταιρεία — Ελληνική μυστική οργάνωση πατριωτικού χαρακτήρα, που ιδρύθηκε το πρώτο δεκαπενθήμερο του 1814, με σκοπό την προετοιμασία και την πραγματοποίηση του απελευθερωτικού αγώνα των Ελλήνων εναντίον του οθωμανικού ζυγού. Η Φ.Ε. αποτέλεσε τον τελευταίο… … Dictionary of Greek
μούσα — (Αστρον.). Διεθνώς Musa 600. Αστεροειδής που επισημάνθηκε στις 14 Ιουνίου 1906. Το φαινόμενομέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 13,0 και σε απόσταση μιας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 10,18. * * * (I) η (ΑΜ μοῡσα, Α… … Dictionary of Greek
Σωφρόνιος — I Όνομα πατριαρχών της Κωνσταντινούπολης, κυριότεροι από τους οποίους ήταν οι εξής: 1. Ο A’ (1463 1464). Με το όνομα αυτό ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο για ένα μόνο χρόνο ο Σ. Συρόπουλος, Βυζαντινός υπομνηματογράφος > Συρόπουλος, Σίλβεστρος.… … Dictionary of Greek
φιλ(ο)- — ΝΜΑ α συνθετικό μεγάλου αριθμού ονομάτων, καθώς και ελάχιστων ρημάτων (που θα έπρεπε πιθ. να θεωρηθούν ως μετονοματικά παρ. αμάρτυρων τ.) όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, το οποίο ανάγεται στο επίθ. φίλος. Τα σύνθ. με φιλ(ο) ανήκουν στην… … Dictionary of Greek
φιλομουσώ — έω, Α [φιλόμουσος] αγαπώ και ασχολούμαι με τις Καλές Τέχνες και, ιδίως, τη μουσική … Dictionary of Greek